-
1 μυλιάω
μυλιάω, mit den Zähnen knirschen, λυγρὸν μυλιόωντες, Hes. O. 532. Vgl. μυλλαίνω.
-
2 μυλιάω
A gnash or grind the teeth, only in [dialect] Ep. part., λυγρὸν μυλιόωντες (with [pron. full] ῡ metri gr.), Hes.Op. 530 ( μαλκιόωντες, i.e. μαλκίοντες, Crates Gramm.).
См. также в других словарях:
μυλιώ — μυλιῶ, άω (Α) (μόνο στην επ. μτχ. μυλιόωντες) τρίζω τα δόντια (α. «λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία... φεύγουσιν», Ησίοδ. β. «Ἡσίοδος, τὰ χείλη κινοῡντες, ἀπὸ τῆς ψυχρότητος, ἢ συνάγοντες, ἢ τὰς μύλας συγκρούοντες. Κράτης δὲ γράφει μαλκιόωντες. Ἔστι δὲ … Dictionary of Greek